Categoria:Sostantivi in greco
Indice | ||||||||||||||||||||||||
Α | - Β | - Γ | - Δ | - Ε | - Ζ | - Η | - Θ | - Ι | - Κ | - Λ | - Μ | - Ν | - Ξ | - Ο | - Π | - Ρ | - Σ | - Τ | - Υ | - Φ | - Χ | - Ψ | - Ω | |
α | - β | - γ | - δ | - ε | - ζ | - η | - θ | - ι | - κ | - λ | - μ | - ν | - ξ | - ο | - π | - ρ | - σ | - ς | - τ | - υ | - φ | - χ | - ψ | - ω |
Attenzione: A causa del nuovo funzionamento del software Mediawiki il template non fa più distinzione tra maiuscole e minuscole.
Pagine nella categoria "Sostantivi in greco"
Questa categoria contiene le 200 pagine indicate di seguito, su un totale di 706.
(pagina precedente) (pagina successiva)Ά
Ί
Ώ
Α
- αέρας
- αέριο
- αίθριο
- Αύγουστος
- αβαρία
- αββάς
- αβγό
- αβοκάντο
- αγάπη
- αγέλη
- αγόρι
- αγαθό
- αγανάκτηση
- αγγαρεία
- αγγείο
- αγγελία
- αγγλικά
- Αγγλικά
- αγγούρι
- αγελάδα
- αγκάθι
- αγκίδα
- αγκίστρι
- αγκώνας
- αγκινάρα
- αγνωμοσύνη
- αγορά
- αγοραστής
- αγρός
- αγρότης
- αγροικία
- αγρονόμος
- αγωγή
- αγωνία
- αγωνιστής
- αδελφή
- αδελφός
- αδιάβροχο
- αδιέξοδος
- αδιαφορία
- αδικία
- αδράνεια
- αδράχτι
- αδρεναλίνη
- αδυναμία
- αερόστατο
- αερισμός
- αεροδρόμιο
- αερολιμένας
- αεροναυτική
- αεροπλάνο
- αεροπορία
- αεροσκάφος
- αιώνας
- αιματολογία
- αιτιολογία
- ακτινίδιο
- ακτινολογία
- αλβανικά
- Αλβανικά
- αλεπού
- αλογόνο
- αμφίβιο
- ανανάς
- αναπαραγωγή
- ανατομία
- ανθολογία
- ανοσολογία
- αντίσταση
- αντιμόνιο
- αντιπρωτόνιο
- αντισφαίριση
- αντωνυμία
- Απρίλης
- Απρίλιος
- αράχνη
- αραβικά
- αργίλιο
- αριθμητική
- αριθμομηχανή
- αρκούδα
- αρσενικό
- αρχαιολογία
- αρχιτέκτονας
- αρχιτεκτονική
- ασήμι
- ασβέστιο
- ασπόνδυλος
- αστάτιο
- αστρολόγος
- αστρολογία
- αστρονόμος
- αστρονομία
- αστροφυσική
- αστυνομία
- ατσάλι
- αυτοκίνητο
- αυτοματισμός
- αφαίρεση
- Αφρικάνικα
- αχλάδι
Β
- βάτος
- βάφτιση
- βήμα
- βίντεο
- βόριο
- βαγόνι
- βακτηριολογία
- βαμβάκι
- βανάδιο
- βασκικά
- βενζίνη
- βενζινάδικο
- βενζινάκατος
- βερύκκοκο
- βηρύλλιο
- βιβλίο
- βιβλιοπώλης
- βιντεοπαιχνίδι
- βιντεοταινία
- βιολόγος
- βιολογία
- βιομηχανία
- βιοφυσική
- βιοχημεία
- βούτυρο
- βοηθός
- βολίδα
- βολφράμιο
- βοσκή
- βοσκός
- βοτανική
- βουλή
- βουλγαρικά
- Βουλγαρικά
- βουλκανιζατέρ
- βρώμιο
- Βρετονικά