πλαγκτότατος
Greco antico modifica
Aggettivo
πλαγκτότατος superlativo di πλαγκτός
nominativo | genitivo | |
---|---|---|
maschile | πλαγκτότατος | πλαγκτοτάτου |
femminile | πλαγκτοτάτη | πλαγκτοτάτης |
neutro | πλαγκτότατον | πλαγκτοτάτου |
Pronuncia modifica
- planktòtatos
πλαγκτότατος superlativo di πλαγκτός
nominativo | genitivo | |
---|---|---|
maschile | πλαγκτότατος | πλαγκτοτάτου |
femminile | πλαγκτοτάτη | πλαγκτοτάτης |
neutro | πλαγκτότατον | πλαγκτοτάτου |