νημερτής
νημερτής (comparativo νημερτέστερος, superlativo νημερτέστατος)
nominativo | genitivo | |
---|---|---|
maschile | νημερτής | νημερτοῦς |
femminile | νημερτής | νημερτοῦς |
neutro | νημερτές | νημερτοῦς |
- nēmertḕs
- Dizionario di Grecoantico.com, νημερτής
νημερτής (comparativo νημερτέστερος, superlativo νημερτέστατος)
nominativo | genitivo | |
---|---|---|
maschile | νημερτής | νημερτοῦς |
femminile | νημερτής | νημερτοῦς |
neutro | νημερτές | νημερτοῦς |