σκεπτικός
σκεπτικός (comparativo σκεπτικότερος, superlativo σκεπτικότατος)
nominativo | genitivo | |
---|---|---|
maschile | σκεπτικός | σκεπτικοῦ |
femminile | σκεπτική | σκεπτικῆς |
neutro | σκεπτικόν | σκεπτικοῦ |
- skèptikos
σκεπτικός
idem
idem
σκεπτικός (comparativo σκεπτικότερος, superlativo σκεπτικότατος)
nominativo | genitivo | |
---|---|---|
maschile | σκεπτικός | σκεπτικοῦ |
femminile | σκεπτική | σκεπτικῆς |
neutro | σκεπτικόν | σκεπτικοῦ |
σκεπτικός
idem
idem