γόγγρος m

  1. grongo

Seconda declinazione maschile parossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ὁ γόγγρος τὼ γόγγρω οἱ γόγγροι
Genitivo τοῦ γόγγρου τοῖν γόγγροιν τῶν γόγγρων
Dativo τῷ γόγγρῳ τοῖν γόγγροιν τοῖς γόγγροις
Accusativo τὸν γόγγρον τὼ γόγγρω τοὺς γόγγρους
Vocativo ὦ γόγγρε ὦ γόγγρω ὦ γόγγροι
góngros