κόρυς

  1. elmo

Terza declinazione maschile in dentale semplice lunga parossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ὁ κόρυς τὼ κόρυθε οἱ κόρυθες
Genitivo τοῦ κόρυθος τοῖν κόρυθοιν τῶν κορύθων
Dativo τῷ κόρυθι τοῖν κόρυθοιν τοῖς κόρυσι(ν)
Accusativo τὸν κόρυθα/κόρυν τὼ κόρυθε τοὺς κόρυθας
Vocativo ὦ κόρυς ὦ κόρυθε ὦ κόρυθες