γεωμέτρης

Greco antico modifica

 Sostantivo

γεωμέτρης

  1. misuratore della terra

Prima declinazione maschile in α impura in ης parossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ὁ γεομέτρης τὼ γεομέτρα οἱ γεομέτραι
Genitivo τοῦ γεομέτρου τοῖν γεομέτραιν τῶν γεομετρῶν
Dativo τῷ γεομέτρῃ τοῖν γεομέτραιν τοῖς γεομέτραις
Accusativo τὸν γεομέτρην τὼ γεομέτρα τοὺς γεομέτρας
Vocativo ὦ γεομέτρα ὦ γεομέτρα ὦ γεομέτραι