δημηγορία
δημηγορία
Prima declinazione femminile in α pura lunga parossitona
Caso | Singolare | Duale | Plurale |
---|---|---|---|
Nominativo | ἡ δημηγορία | τὰ δημηγορία | αἱ δημηγορίαι |
Genitivo | τῆς δημηγορίας | ταῖν δημηγορίαιν | τῶν δημηγοριῶν |
Dativo | τῇ δημηγορίᾳ | ταῖν δημηγορίαιν | ταῖς δημηγορίαις |
Accusativo | τὴν δημηγορίαν | τὰ δημηγορία | τὰς δημηγορίας |
Vocativo | ὦ δημηγορία | ὦ δημηγορία | ὦ δημηγοριαι |
- discorso (in assemblea)
- demegorìa
- Dizionario di Grecoantico.com, δημηγορία