δικαστής
δικαστής
Prima declinazione maschile in α impura in της ossitona
Caso | Singolare | Duale | Plurale |
---|---|---|---|
Nominativo | ὁ δικαστής | τὼ δικαστά | οἱ δικασταί |
Genitivo | τοῦ δικαστοῦ | τοῖν δικασταῖν | τῶν δικαστῶν |
Dativo | τῷ δικαστῇ | τοῖν δικασταῖν | τοῖς δικασταῖς |
Accusativo | τὸν δικαστήν | τὼ δικαστά | τοὺς δικαστάς |
Vocativo | ὦ δικαστά | ὦ δικαστά | ὦ δικασταί |
- dikastḕs
- Dizionario di Grecoantico.com, δικαστής