διῶρυξ

Terza declinazione maschile in gutturale perispomena

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ὁ διῶρυξ τὼ διώρυχε οἱ διώρυχες
Genitivo τοῦ διώρυχος τοῖν διωρύχοιν τῶν διωρύχων
Dativo τῷ διώρυχι τοῖν διωρύχοιν τοῖς διώρυξι(ν)
Accusativo τὸν διώρυχα τὼ διώρυχε τοὺς διώρυχας
Vocativo ὦ διῶρυξ ὦ διώρυχχε ὦ διώρυχες


  1. fossa
diṑrüx