εὕρεσις

Terza declinazione femminile in vocale (-ις) parossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ εὕρεσις τὰ εὑρέσεε (o εὑρέσει) αἱ εὑρέσεις
Genitivo τῆς εὑρέσεως ταῖν εὑρέσεοιν τῶν εὑρέσεων
Dativo τῇ εὑρέσει ταῖν εὑρέσεοιν ταῖς εὑρέσεσι(ν)
Accusativo τὴν εὕρεσιν τὰ εὑρέσεε τὰς εὑρέσεις
Vocativo ὦ εὕρεσι ὦ εὑρέσεε ὦ εὑρέσεις
  1. scoperta
hèuresis