θεράπαινα

Greco antico modifica

 Sostantivo

θεράπαινα

Prima declinazione femminile in α impura breve proparossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ θεράπαινα τὰ θεραπαίνα αἱ θεράπαιναι
Genitivo τῆς θεραπαίνης ταῖν θεραπαίναιν τῶν θεραπαινῶν
Dativo τῇ θεραπαίνῃ ταῖν θεραπαίναιν ταῖς θεραπαίναις
Accusativo τὴν θεράπαιναν τὰ θεραπαίνα τὰς θεραπαίνας
Vocativo ὦ θεράπαινα ὦ θεραπαίνα ὦ θεράπαιναι


  1. serva, ancella