κάθαρσις

Terza declinazione femminile in vocale (-ις) parossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ κάθαρσις τὰ καθάρσεε (o καθάρσει) αἱ καθάρσεις
Genitivo τῆς καθάρσεως ταῖν καθάρσεοιν τῶν καθάρσεων
Dativo τῇ καθάρσει ταῖν καθάρσεοιν ταῖς καθάρσεσι(ν)
Accusativo τὴν κάθαρσιν τὰ καθάρσεε τὰς καθάρσεις
Vocativo ὦ κάθαρσι ὦ καθάρσεε ὦ καθάρσεις
  1. purificazione, espiazione
kàtʰarsis