κρᾶσις

Terza declinazione femminile in vocale (-ις) parossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ κράσις τὰ κράσεε (o κράσει) αἱ κράσεις
Genitivo τῆς κράσεως ταῖν κράσεοιν τῶν κράσεων
Dativo τῇ κράσει ταῖν κράσεοιν ταῖς κράσεσι(ν)
Accusativo τὴν κράσιν τὰ κράσεε τὰς κράσεις
Vocativo ὦ κράσι ὦ κράσεε ὦ κράσεις
  1. mescolanza
  2. (linguistica) crasi
krā̀sis