οικογένεια
οικογένεια f sing (pl.: οικογένειες)
IPA: /ikɔˈʝɛnia/
dal greco antico οἰκογενής (oikogenḗs) = "nato in casa"
- οικογένεια su Glosbe.it
οικογένεια f sing (pl.: οικογένειες)
IPA: /ikɔˈʝɛnia/
dal greco antico οἰκογενής (oikogenḗs) = "nato in casa"