πτῶσις

Terza declinazione femminile in vocale (-ις) perispomena

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ πτῶσις τὰ πτώσεε (o πτώσει) αἱ πτώσεις
Genitivo τῆς πτώσεως ταῖν πτώσεοιν τῶν πτώσεων
Dativo τῇ πτώσει ταῖν πτώσεοιν ταῖς πτώσεσι(ν)
Accusativo τὴν πτῶσιν τὰ πτώσεε τὰς πτώσεις
Vocativo ὦ πτῶσι ὦ πτώσεε ὦ πτώσεις
  1. caduta, caso
ptṑsis