ἀποπληξία

ἀποπληξία

Prima declinazione femminile in α pura lunga parossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ ἀποπλεξία τὰ ἀποπλεξία αἱ ἀποπλεξίαι
Genitivo τῆς ἀποπλεξίας ταῖν ἀποπλεξίαιν τῶν ἀποπλεξιῶν
Dativo τῇ ἀποπλεξίᾳ ταῖν ἀποπλεξίαιν ταῖς ἀποπλεξίαις
Accusativo τὴν ἀποπλεξίαν τὰ ἀποπλεξία τὰς ἀποπλεξίας
Vocativo ὦ ἀποπλεξία ὦ ἀποπλεξία ὦ ἀποπλεξιαι
  1. stordimento
apoplēxìā