ἀποπληξία
ἀποπληξία
Prima declinazione femminile in α pura lunga parossitona
Caso | Singolare | Duale | Plurale |
---|---|---|---|
Nominativo | ἡ ἀποπλεξία | τὰ ἀποπλεξία | αἱ ἀποπλεξίαι |
Genitivo | τῆς ἀποπλεξίας | ταῖν ἀποπλεξίαιν | τῶν ἀποπλεξιῶν |
Dativo | τῇ ἀποπλεξίᾳ | ταῖν ἀποπλεξίαιν | ταῖς ἀποπλεξίαις |
Accusativo | τὴν ἀποπλεξίαν | τὰ ἀποπλεξία | τὰς ἀποπλεξίας |
Vocativo | ὦ ἀποπλεξία | ὦ ἀποπλεξία | ὦ ἀποπλεξιαι |
- apoplēxìā
- Dizionario di Grecoantico.com, ἀποπληξία