ἁρμοστής

Prima declinazione maschile in α impura in της ossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ὁ ἁρομοστής τὼ ἁρομοστά οἱ ἁρομοσταί
Genitivo τοῦ ἁρομοστοῦ τοῖν ἁρομοσταῖν τῶν ἁρομοστῶν
Dativo τῷ ἁρομοστῇ τοῖν ἁρομοσταῖν τοῖς ἁρομοσταῖς
Accusativo τὸν ἁρομοστήν τὼ ἁρομοστά τοὺς ἁρομοστάς
Vocativo ὦ ἁρομοστά ὦ ἁρομοστά ὦ ἁρομοσταί
  1. governatore

harmostḕs