ἔμπρησις

Terza declinazione femminile in vocale (-ις) perispomena

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ ἔμπρησις τὰ ἐμπρήσεε (o ἐμπρήσει) αἱ ἐμπρήσεις
Genitivo τῆς ἐμπρήσεως ταῖν ἐμπρήσεοιν τῶν ἐμπρήσεων
Dativo τῇ ἐμπρήσει ταῖν ἐμπρήσεοιν ταῖς ἐμπρήσεσι(ν)
Accusativo τὴν ἔμπρησιν τὰ ἐμπρήσεε τὰς ἐμπρήσεις
Vocativo ὦ ἔμπρησι ὦ ἐμπρήσεε ὦ ἐμπρήσεις
  1. incendio
èmprēsis