αὐτουργός

αὐτουργός

Seconda declinazione maschile ossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ὁ αὐτουργός τὼ αὐτουργώ οἱ αὐτουργοί
Genitivo τοῦ αὐτουργοῦ τοῖν αὐτουργοῖν τῶν αὐτουργῶν
Dativo τῷ αὐτουργῷ τοῖν αὐτουργοῖν τοῖς αὐτουργοῖς
Accusativo τὸν αὐτουργόν τὼ αὐτουργώ τοὺς αὐτουργούς
Vocativo ὦ αὐτουργέ ὦ αὐτουργώ ὦ αὐτουργοί
  1. contadino

Letteralmente "chi lavora da "