διαδοχή

Prima declinazione femminile in α impura lunga ossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ διαδοχή τὰ διαδοχά αἱ διαδοχαί
Genitivo τῆς διαδοχῆς ταῖν διαδοχαῖν τῶν διαδοχῶν
Dativo τῇ διαδοχῇ ταῖν διαδοχαῖν ταῖς διαδοχαῖς
Accusativo τὴν διαδοχήν τὰ διαδοχά τὰς διαδοχάς
Vocativo ὦ διαδοχή ὦ διαδοχά ὦ διαδοχαί
  1. successione
diadokʰḕ