διαδοχή
διαδοχή
Prima declinazione femminile in α impura lunga ossitona
Caso | Singolare | Duale | Plurale |
---|---|---|---|
Nominativo | ἡ διαδοχή | τὰ διαδοχά | αἱ διαδοχαί |
Genitivo | τῆς διαδοχῆς | ταῖν διαδοχαῖν | τῶν διαδοχῶν |
Dativo | τῇ διαδοχῇ | ταῖν διαδοχαῖν | ταῖς διαδοχαῖς |
Accusativo | τὴν διαδοχήν | τὰ διαδοχά | τὰς διαδοχάς |
Vocativo | ὦ διαδοχή | ὦ διαδοχά | ὦ διαδοχαί |
- diadokʰḕ
- Dizionario di Grecoantico.com, διαδοχή