συλλογή

Prima declinazione femminile in α impura lunga ossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ συλλογή τὰ συλλογά αἱ συλλογαί
Genitivo τῆς συλλογῆς ταῖν συλλογαῖν τῶν συλλογῶν
Dativo τῇ συλλογῇ ταῖν συλλογαῖν ταῖς συλλογαῖς
Accusativo τὴν συλλογήν τὰ συλλογά τὰς συλλογάς
Vocativo ὦ συλλογή ὦ συλλογά ὦ συλλογαί
  1. raccolta
sülloghḕ