σχίσμα

Terza declinazione neutra in dentale semplice parossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo τὸ σχίσμα τὼ σχίσματε τὰ σχίσματα
Genitivo τοῦ σχίσματος τοῖν σχίστοιν τῶν σχίστων
Dativo τῷ σχίσματι τοῖν σχίστοιν τοῖς σχίσμασι(ν)
Accusativo τὸ σχίσμα τὼ σχίσματε τὰ σχίσματα
Vocativo ὦ σχίσμα ὦ σχίσματε ὦ σχίσματα
  1. rottura, separazione
skʰìsma