τάσις

Terza declinazione femminile in vocale (-ις) parossitona

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ τάσις τὰ τάσεε (o τάσει) αἱ τάσεις
Genitivo τῆς τάσεως ταῖν τάσεοιν τῶν τάσεων
Dativo τῇ τάσει ταῖν τάσεοιν ταῖς τάσεσι(ν)
Accusativo τὴν τάσιν τὰ τάσεε τὰς τάσεις
Vocativo ὦ τάσι ὦ τάσεε ὦ τάσεις
  1. tensione
tàsis