τοκεύς

Terza declinazione maschile in -ευ ossitona
Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ὁ τοκεύς τὼ τοκέε οἱ τοκεῖς (o τοκῆς)
Genitivo τοῦ τοκέως τοῖν τοκέοιν τῶν τοκέων
Dativo τῷ τοκεῖ τοῖν τοκέοιν τοῖς τοκεῦσιν
Accusativo τὸν τοκέα τὼ τοκέε τοὺς τοκέας (o τοκεῖς)
Vocativo ὦ τοκεῦ ὦ τοκέε ὦ τοκεῖς (o τοκῆς)
  1. genitore
tokèus