μήτηρ

Terza declinazione femminile in liquida parossitona (irregolare)

Caso Singolare Duale Plurale
Nominativo ἡ μήτηρ τὰ μητέρε αἱ μητέρες
Genitivo τὴς μητρός ταῖν μητέροιν τῶν μητέρων
Dativo τῇ μητρί ταῖν μητέροιν ταῖς μητράσι(ν)
Accusativo τὴν μητέρα τὰ μητέρε τὰς μητέρας
Vocativo ὦ μῆτερ ὦ μητέρε ὦ μητέρες


  1. madre

Etimologia mancante. Se vuoi, aggiungila tu.